Monday, July 13, 2009

Θα προσέχω τον εαυτό μου
Θα πίνω λιγότερο
Θα ανοίγομαι περισσότερο στους γύρω μου
Θα σου χαμογελάω πιο συχνά
Θα σου λέω ότι σ’ αγαπώ
Θα σε παίρνω αγκαλιά συνέχεια

Δεν θα σου χτυπάω το κουδούνι κομματιασμένος το πρωί
Δεν θα σου φωνάζω με το παραμικρό
Δεν θα θυμώνω όταν κλαίς
Δεν θα γελάω με τις ανασφάλειές σου
Δεν θα περιφρονώ τις φοβίες σου
Δεν θα είμαι αυτό που φοβάσαι

Σου λέω ψέματα...
Το ξέρεις...
Τίποτα δεν θα αλλάξει...

ΠΡΟΣΠΑΘΩ...

Και ας μην είσαι εδώ...

Sunday, May 3, 2009

οι δρόμοι έχουν στεγνώσει πια, γέμισαν με κόσμο
η ώρα έχει περάσει, κοντεύει να ξημερώσει
όλα γύρω μου φαίνονται θολά, δεν ξέρω τι φταίει
το αλκοόλ, τα σκατά ή η τρέλα που παραμονεύει στην άκρη του μυαλού μου
αυτή η πόλη μου φαίνεται ξένη, απίστευτο μου φαίνεται
μου αρέσει να οδηγάω έτσι, άσκοπα και να σκέφτομαι μαλακίες
δεν πρέπει να ξεχνάω να προσέχω το δρόμο...
όλα κλείνουν σιγά σιγά όμως δεν θέλω να πάω σπίτι ακόμα, λίγο ακόμα...
δε θέλω να σε πάρω τηλέφωνο, δε θέλω να με ακούσεις πάλι χάλια
ένα ποτάκι ακόμα ρε φίλε, που θα το πιούμε... τελευταίο... μέχρι το επόμενο...

Tuesday, January 27, 2009

«Θέλεις καφέ;», τη ρώτησε. Δεν του απάντησε, παρά κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Άναψε ένα τσιγάρο και ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι. Εκείνος της πήγε τον καφέ στο κρεβάτι και έκατσε δίπλα της. Του άρεσε να της πηγαίνει τον καφέ στο κρεβάτι. Ήταν τόσο όμορφη το πρωί μόλις ξυπνούσε... Ανασηκώθηκε, ήπιε δυο γουλιές και ακούμπησε τον καφέ στο κομοδίνο. Το στομάχι της ήταν χάλια από τα ξύδια, δεν ήθελε να τον πιει. Κοίταξε το ρολόι του, σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται. Εκείνη ξάπλωσε και σταύρωσε τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Βιαζόταν να φύγει, όχι γιατί δεν ήθελε να μείνει αλλά επειδή δεν άντεχε αποχαιρετισμούς και μαλακίες. Τη φίλησε βιαστικά και έφυγε. Δεν του είπε κουβέντα. Μπήκε στο αυτοκίνητο, άνοιξε το παράθυρο και έφυγε. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί πολύ και χτύπησε το κινητό, του είχε στείλει μήνυμα.
«Ότι και να γίνει εγώ δεν ξενερώνω. Θα σε περιμένω. Σε αγαπάω, να προσέχεις.»