Tuesday, January 27, 2009

«Θέλεις καφέ;», τη ρώτησε. Δεν του απάντησε, παρά κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Άναψε ένα τσιγάρο και ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι. Εκείνος της πήγε τον καφέ στο κρεβάτι και έκατσε δίπλα της. Του άρεσε να της πηγαίνει τον καφέ στο κρεβάτι. Ήταν τόσο όμορφη το πρωί μόλις ξυπνούσε... Ανασηκώθηκε, ήπιε δυο γουλιές και ακούμπησε τον καφέ στο κομοδίνο. Το στομάχι της ήταν χάλια από τα ξύδια, δεν ήθελε να τον πιει. Κοίταξε το ρολόι του, σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται. Εκείνη ξάπλωσε και σταύρωσε τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Βιαζόταν να φύγει, όχι γιατί δεν ήθελε να μείνει αλλά επειδή δεν άντεχε αποχαιρετισμούς και μαλακίες. Τη φίλησε βιαστικά και έφυγε. Δεν του είπε κουβέντα. Μπήκε στο αυτοκίνητο, άνοιξε το παράθυρο και έφυγε. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί πολύ και χτύπησε το κινητό, του είχε στείλει μήνυμα.
«Ότι και να γίνει εγώ δεν ξενερώνω. Θα σε περιμένω. Σε αγαπάω, να προσέχεις.»